- ἐναρμόσῃ
- ἐναρμόσηι , ἐνάρμοσιςfitting infem dat sg (epic)ἐναρμόζωfitaor subj mid 2nd sgἐναρμόζωfitaor subj act 3rd sgἐναρμόζωfitfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάρμοση — η (AM ἐνάρμοσις) εφαρμογή, προσαρμογή, συμμόρφωση νεοελλ. μελωδική σύνθεση, εναρμόνιση αρχ. εύρυθμη σύνθεση, εναρμογή … Dictionary of Greek
ἐναρμόσηι — ἐνάρμοσις fitting in fem dat sg (epic) ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit aor subj mid 2nd sg ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit aor subj act 3rd sg ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)